- αφόνευτος
- η , ο [ος , ον ] неубитый; оставшийся в живых
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άκταντος — ἄκταντος, ον (Μ) αφόνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἔκτανον < κτείνω] … Dictionary of Greek